- χειμασία
- χειμασίᾱ , χειμασίαpassing the winterfem nom/voc/acc dualχειμασίᾱ , χειμασίαpassing the winterfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειμασίᾳ — χειμασίαι , χειμασία passing the winter fem nom/voc pl χειμασίᾱͅ , χειμασία passing the winter fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασία — και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α [χειμάζω] 1. διαχείμαση 2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι 3. σφοδρή κακοκαιρία 4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή» … Dictionary of Greek
χειμασίας — χειμασίᾱς , χειμασία passing the winter fem acc pl χειμασίᾱς , χειμασία passing the winter fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίαν — χειμασίᾱν , χειμασία passing the winter fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίαις — χειμασία passing the winter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίην — χειμασία passing the winter fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)